- παρακεντώ
- -άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούςμσν.διακοσμώ με κέντημααρχ.1. τρυπώ, κεντώ στις πλευρές, στα πλάγια2. αφαιρώ τον καταρράκτη τού ματιού3. πιθ. χτυπώ, πλήττω σε ενέδρα4. μτφ. χρησιμοποιώ δόλο και απάτη εναντίον κάποιου, συκοφαντώ ή, κατά άλλη ερμηνεία, ανακινώ πλαγίως («πεπλασμένως τὸ πρᾱγμα παρακεντοῡσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κεντῶ «κεντρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.